Theme:
13559 - 13589 of 31103
Top  

Ιώβ 30:1

Αλλά τώρα οι νεώτεροί μου την ηλικίαν με περιγελώσι, των οποίων τους πατέρας δεν ήθελον καταδεχθή να βάλω μετά των κυνών του ποιμνίου μου.

Ιώβ 30:2

Και εις τι τωόντι ηδύνατο να με ωφελήση η δύναμις των χειρών αυτών, εις τους οποίους η ισχύς εξέλιπε;

Ιώβ 30:3

Δι' ένδειαν και πείναν ήσαν απομεμονωμένοι· έφευγον εις γην άνυδρον, σκοτεινήν, ηφανισμένην και έρημον·

Ιώβ 30:4

έκοπτον μολόχην πλησίον των θάμνων και την ρίζαν των αρκεύθων διά τροφήν αυτών.

Ιώβ 30:5

Ήσαν εκ μέσου δεδιωγμένοι· εφώναζον επ' αυτούς ως κλέπτας.

Ιώβ 30:6

Κατώκουν εν τοις κρημνοίς των χειμάρρων, ταις τρύπαις της γης και τοις βρόχοις.

Ιώβ 30:7

Μεταξύ των θάμνων ωγκώντο· υποκάτω των ακανθών συνήγοντο·

Ιώβ 30:8

άφρονες και δύσφημοι, εκδεδιωγμένοι εκ της γης.

Ιώβ 30:9

Και τώρα εγώ είμαι το τραγώδιον αυτών, είμαι και η παροιμία αυτών.

Ιώβ 30:10

Με βδελύττονται, απομακρύνονται απ' εμού, και δεν συστέλλονται να πτύωσιν εις το πρόσωπόν μου.

Ιώβ 30:11

Επειδή ο Θεός διέλυσε την υπεροχήν μου και με έθλιψεν, απέρριψαν και αυτοί τον χαλινόν έμπροσθέν μου.

Ιώβ 30:12

Εκ δεξιών ανίστανται οι νέοι· απωθούσι τους πόδας μου, και ετοιμάζουσι κατ' εμού τας ολεθρίους οδούς αυτών.

Ιώβ 30:13

Ανατρέπουσι την οδόν μου, επαυξάνουσι την συμφοράν μου, χωρίς να έχωσι βοηθόν.

Ιώβ 30:14

Εφορμώσιν ως σφοδρά πλημμύρα, επί της ερημώσεώς μου περικυλίονται.

Ιώβ 30:15

Τρόμοι εστράφησαν επ' εμέ· καταδιώκουσι την ψυχήν μου ως άνεμος· και η σωτηρία μου παρέρχεται ως νέφος.

Ιώβ 30:16

Και τώρα η ψυχή μου εξεχύθη εντός μου· ημέραι θλίψεως με κατέλαβον.

Ιώβ 30:17

Την νύκτα τα οστά μου διεπεράσθησαν εν εμοί, και τα νεύρά μου δεν αναπαύονται.

Ιώβ 30:18

Υπό της σφοδράς δυνάμεως ηλλοιώθη το ένδυμά μου· με περισφίγγει ως το περιλαίμιον του χιτώνος μου.

Ιώβ 30:19

Με έρριψεν εις τον πηλόν, και ωμοιώθην με χώμα και κόνιν.

Ιώβ 30:20

Κράζω προς σε, και δεν μοι αποκρίνεσαι· ίσταμαι, και με παραβλέπεις.

Ιώβ 30:21

Έγεινες ανελεήμων προς εμέ· διά της κραταιάς χειρός σου με μαστιγόνεις.

Ιώβ 30:22

Με εσήκωσας επί τον άνεμον· με επεβίβασας και διέλυσας την ουσίαν μου.

Ιώβ 30:23

Εξεύρω μεν ότι θέλεις με φέρει εις θάνατον και τον οίκον τον προσδιωρισμένον εις πάντα ζώντα.

Ιώβ 30:24

Αλλά δεν θέλει εκτείνει χείρα εις τον τάφον, εάν κράζωσι προς αυτόν όταν αφανίζη.

Ιώβ 30:25

Δεν έκλαυσα εγώ διά τον όντα εν ημέραις σκληραίς, και ελυπήθη η ψυχή μου διά τον πτωχόν;

Ιώβ 30:26

Ενώ περιέμενον το καλόν, τότε ήλθε το κακόν· και ενώ ανέμενον το φως, τότε ήλθε το σκότος.

Ιώβ 30:27

Τα εντόσθιά μου ανέβρασαν και δεν ανεπαύθησαν· ημέραι θλίψεως με προέφθασαν.

Ιώβ 30:28

Περιεπάτησα μελαγχροινός ουχί υπό ηλίου· εσηκώθην, εβοήσα εν συνάξει.

Ιώβ 30:29

Έγεινα αδελφός των δρακόντων και σύντροφος των στρουθοκαμήλων.

Ιώβ 30:30

Το δέρμα μου εμαύρισεν επ' εμέ, και τα οστά μου κατεκαύθησαν υπό της φλογώσεως.

Ιώβ 30:31

Η δε κιθάρα μου μετεβλήθη εις πένθος και το όργανόν μου εις φωνήν κλαιόντων.

Next